- ποκιστί
- ποκ-ιστί, Adv.A by the fleece, πωλεῖν ib.5.459.11 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποκιστί — Α επίρρ. σε δέματα πόκων, δηλ. ερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποκίζω «κουρεύω» + επιρρμ. κατάλ. –τί (πρβλ. αττικισ τί)] … Dictionary of Greek